- διουρίζω
- διουρίζω (Α)βλ. διορίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διουρίσῃ — διουρίζω draw a boundary through aor subj mid 2nd sg διουρίζω draw a boundary through aor subj act 3rd sg διουρίζω draw a boundary through fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διουρισάντων — διουρίζω draw a boundary through aor part act masc/neut gen pl διουρίζω draw a boundary through aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… … Dictionary of Greek